Εὐρυάλου

Εὐρυάλου
Εὐρύαλος
with wide threshing-floor
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εὐρυάλου — εὐρύαλος with wide threshing floor masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οχύρωση — Έργο ή συγκρότημα έργων, κατασκευασμένο για την υπεράσπιση μιας θέσης ή μιας περιοχής. Η υπεράσπιση αυτή μπορεί να επιτευχθεί με κατάλληλη εκμετάλλευση της ίδιας της μορφής του εδάφους καθώς και με διάφορες βελτιώσεις. Έτσι είναι δυνατό να… …   Dictionary of Greek

  • Μηκιστεύς — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν γιος του Ταλαού, βασιλιά του Άργους και της Λυσιμάχης, καθώς και αδελφός του Άδραστου και πατέρας του ομηρικού ήρωα Ευρύαλου. Αναφέρεται σαν ένας από τους επτά επί Θήβαις (Απολλ. ΙΙΙ, 6,3), ενώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”